υπογράφομαι

υπογράφομαι
υπογράφομαι, υπογράφ(τ)ηκα, υπο(γε)γραμμένος βλ. πίν. 122
——————
Σημειώσεις:
υπογράφομαι : η μτχ. παρακειμένου χρησιμοποιείται και ως ουσιαστικό (η υπογεγραμμένη τονικό σημάδι που γραφόταν κάποτε κάτω από ορισμένα φωνήεντα).

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ὑπογράφομαι — ὑπογράφω write under pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπογράφω — ὑπογράφω ΝΜΑ [γράφω] 1. γράφω με το ίδιο μου το χέρι το όνομά μου στο τέλος κειμένου ή εγγράφου, βάζω την υπογραφή μου (α. «πρέπει να υπογράψω όλα τα έγγραφα σήμερα» β. «Κύριλλος ἐπίσκοπος Ἀλεξανδρείας ὑπέγραψα», Σύν. Εφ. γ. «ὁ δεῑνα ὑπέγραψα… …   Dictionary of Greek

  • υπογράφω — υπόγραψα και υπέγραψα, υπογράφ(τ)ηκα, υπογραμμένος 1. βάζω την υπογραφή μου κάτω από το κείμενο ως απόδειξη ότι αποδέχομαι ή βεβαιώνω το περιεχόμενό του. Το ψήφισμα υπογράφτηκε απ όλους τους συνέδρους. 2. επικυρώνω με την υπογραφή μου συμφωνία,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”